μεθυσφαλής

μεθυσφαλής
μεθυσφαλής, -ές (ΑM)
1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι
2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι-σφαλής, δομο-σφαλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεθυσφαλές — μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem voc sg μεθυσφαλής reeling drunk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσφαλέες — μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθυσφαλέος — μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλώ — μεθυσφαλῶ, έω (Α) [μεθυσφαλής] παραπατώ από το μεθύσι …   Dictionary of Greek

  • μεθυσφαλέων — μεθυσφαλέω to be reeling drunk pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) μεθυσφαλής reeling drunk masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”