- μεθυσφαλής
- μεθυσφαλής, -ές (ΑM)1. αυτός που παραπατά από το μεθύσι2. (για λαγήνι) αυτός που προκαλεί κλονισμό με το κρασί («λάγυνε μεθυσφαλές», Μάρκ. Αργεντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. αρι-σφαλής, δομο-σφαλής].
Dictionary of Greek. 2013.